Το ενυδρείο της Λισαβώνας αποδείχτηκε ιδανικός τόπος για να ξεκινήσουμε την εξερεύνηση της πόλης, αλλά ήμασταν επίσης ανυπόμονοι να επισκεπτούμε και τα πιο χαρακτηριστικά της αξιοθέατα. Ως εκ τούτου, μετά από ένα μικρό διάλειμμα για να τσιμπήσουμε κάτι και για να δροσιστούμε, φτάσαμε ξανά στο σταθμό του μετρό και βρεθήκαμε στο Rossio, μία από τις κεντρικές πλατείες της πόλης, η οποία διαθέτει πολύ κομψό πεζοδρόμιο, χαρακτηριστικό της πορτογαλικής τέχνης, που μοιάζει με κύματα του ωκεανού, ό,τι ακριβώς θα περίμενε δηλαδή κανείς από ένα έθνος με τόσο πλούσια ναυτική ιστορία.
Τριγυρνώντας κοντά στην πλατεία για λίγο, πέσαμε πάνω στον Φανταστικό κόσμο της Πορτογαλικής σαρδέλας, ένα κατάστημα που είναι αυστηρά αφοσιωμένο στην εξύμνηση της υπέροχης πορτογαλικής σαρδέλας, όπως φαίνεται και από το όνομα. Το μαγαζί ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικό, καθώς εξομοιώνει την ατμόσφαιρα ενός τσίρκου, ενώ το μοναδικό του προϊόν είναι – το μαντέψατε – κονσέρβες σαρδέλας. Τοποθετούνται σε κουτιά με ημερομηνίες που κυμαίνονται από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα και κάθε χρόνος έχει τον δικό του χρωματικό τόνο, πράγμα που δημιουργεί μια φαντασμαγορία χρώματος συμβάλλοντας στο τελικό αποτέλεσμα μαζί με το soundtrack, που ακούγεται και έχει συντεθεί αποκλειστικά για το μαγαζί. Ωστόσο η τιμή της σαρδέλας είναι λίγο αλμυρή…
Αργότερα περάσαμε από τον ανελκυστήρα Santa Justa, τον μοναδικό, που παραμένει στους δρόμους της πόλης. Δεδομένου ότι η Λισαβόνα είναι χτισμένη σε σχετικά ψηλούς λόφους, η πορεία από τους χαμηλότερους δρόμους της πόλης προς τα υψηλότερα επίπεδα ήταν μια κάπως κουραστική διαδικασία. Έτσι, στις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάστηκε αυτός ο ανελκυστήρας, ως μέρος ενός σχεδίου που θα μετρίαζε το πρόβλημα, το οποίο σχέδιο περιλάμβανε επίσης κάποιους ηλεκτρικούς σιδηροδρόμους, όπως τους ανελκυστήρες da Gloria και da Bica. Η κορυφή του επιτρέπει να θαυμάσετε την υπέροχη θέα των χαμηλότερων επιπέδων της πόλης και θα σας φέρει στην πίσω πλευρά του μοναστηριού των Καρμελιτών.
Επιλέξαμε να περπατήσουμε λίγο ακόμα στην πόλη και η βόλτα μας συνεχίστηκε μέχρι να φτάσουμε στο βιβλιοπωλείο Bertrand, το οποίο είναι το παλαιότερο στον κόσμο, που εξακολουθεί να είναι ενεργό. Εφόσον τους τελευταίους μήνες έκανα κάποια μικρή πρόοδο στα Πορτογαλικά, ήμουν σε θέση να κατανοήσω τους τίτλους των βιβλίων και τις περιλήψεις και κατά συνέπεια περάσαμε λίγο χρόνο ψάχνοντας για βιβλία. Τελικά, απέκτησα ένα αντίγραφο των Λουσιάδων, αλλά δεν είχε τελειώσει ακόμα το καθήκον της απόδοσης φόρου τιμής στην πορτογαλική λογοτεχνία. Λίγα βήματα μακριά από το βιβλιοπωλείο Bertrand βρίσκεται ένα πολύ ιδιαίτερο καφέ. Ονομάζεται A Brasileira, στέκεται εκεί από τον 19ο αιώνα και αποτελούσε τόπο συνάντησης πολλών Πορτογάλων διανοουμένων, συμπεριλαμβανομένου του Fernando Pessoa, του οποίου το άγαλμα κάθεται υπομονετικά στο συνηθισμένο τραπέζι του συγγραφέα, καλώντας τους τουρίστες να καθίσουν και να τραβήξουν μια φωτογραφία με αυτόν. Έτσι καθήσαμε να πιούμε έναν καφέ και βγάλαμε με τη σειρά μας την καθιερωμένη φώτο πριν συνεχίσουμε την ανάβασή μας ακόμη ψηλότερα στους λόφους της πόλης.
Αφού θαυμάσαμε την θέα του Τάγου, όπως διακρινόταν μέσα από τα στενά δρομάκια που κατέβαιναν μέχρι την όχθη του, φτάσαμε τελικά στην είσοδο των μεγαλοπρεπών ερειπίων του μοναστηριού. Ο τόπος χτίστηκε στα τέλη του 14ου αιώνα και αν απλά παρατηρήσεις τις διαστάσεις του μπορείς εύκολα να καταλάβεις ότι υπήρξε ένα σημαντικό θρησκευτικό κτίριο. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του σεισμού του 1755, υπέστη σοβαρές ζημιές και τώρα στεγάζει ένα μουσείο. Η καταστροφή δημιούργησε ένα κύμα διαμάχης σε ολόκληρη την ήπειρο, καθώς οι άνθρωποι θα αναρωτιόνταν πώς ο Θεός θα επέτρεπε ένα έθνος, τόσο αφοσιωμένο στον Χριστιανισμό να υποφέρει από μια τέτοια τραγωδία...
Περπατώντας γύρω από τον ερειπωμένο ναό, γίνεται φανερό ότι αυτή η σκέψη θα είχε διασχίσει το μυαλό οποιουδήποτε πιστού. Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον μουσείο στον χώρο, όπου στεγάζονται αντικείμενα προερχόμενα από διαφορετικές περιόδους της πορτογαλικής ιστορίας, μεταξύ των οποίων κάποια Βησιγοτθικής προέλευσης και μερικές βασιλικές ταφές, αλλά το πιο εκπληκτικό έκθεμα ήταν αναμφίβολα οι δύο μούμιες των Ίνκας. Με εξέπληξε να τις δω στη Λισαβόνα, δεδομένου ότι το Περού αποικίστηκε από την Ισπανία, αλλά εδώ μπροστά μου κάθονταν ήρεμα και οι δυό τους, ένα αγόρι και ένα κορίτσι που καρτερούν ειρηνικά, καθώς περνούν οι αιώνες και τα έκπληκτα βλέμματα των τουριστών, σε ένα ερειπωμένο μοναστήρι τόσο μακριά από το σπίτι τους στην άλλη άκρη του κόσμου.
Φεύγοντας από το μοναστήρι αράξαμε για λίγο γύρω από τη μικρή πλατεία που υπήρχε μπροστά του και απολαύσαμε μια μπύρα και δυο pasteis de nata από μια καντίνα. Ήταν καιρός να φάμε κάτι και έτσι, βγήκαμε από το μοναστήρι για να επιστρέψουμε κοντά στην πλατεία του Rossio, όπου βρήκαμε ένα βιβλιοπωλείο, το οποίο φυσικά έπρεπε να επισκεφτώ. Πέντε λεπτά και μερικά βιβλία αργότερα, ήμασταν πίσω στους δρόμους αναζητώντας ένα μέρος για φαγητό. Δεδομένου ότι δεν μπορούσαμε να αποφασίσουμε τι να φάμε, σπαταλήσαμε λίγο χρόνο τριγυρνώντας από τον ένα δρόμο στον άλλο, αλλά τελικά βρήκαμε ένα μέρος όπου απολαύσαμε ένα αξιοπρεπές γεύμα, θέτοντας ένα τέλος στην περιπλάνηση ανάμεσα σε αξιοθέατα για αυτή τη μέρα και προετοιμαζόμενοι για διασκέδαση σε πιο χαλαρούς ρυθμούς.
Αντί να μένουμε κοντά στο Rossio, επιλέξαμε να επιστρέψουμε στο Cais do Sodre, καθώς η Κατερίνα είχε δει κάποια κιόσκια κατά την άφιξή μας την προηγούμενη νύχτα. Αποδείχθηκε μια εξαιρετική επιλογή, αν και η περιοχή ήταν λίγο τουριστική, καθώς αυτό το κομμάτι της πόλης έχει γίνει πλέον μια μοντέρνα γειτονιά, όπου μπορείς να βρείς πολλά εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα. Περνούσαμε απο τις καντίνες δίπλα στο ποτάμι, όπου βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες του αγάλματος του Χριστού του βασιλιά, που βρισκόταν στην απέναντι όχθη του Τάγου, καθώς και τη μεγαλοπρεπή γέφυρα της 25ης Απριλίου που βρισκόταν κάτω από τα πόδια του. Αφού ζυγίσαμε τις επιλογές μας για λίγο, εντοπίσαμε ένα μικρό μέρος όπου σερβίρονται κοκτέιλ, ενώ κάποιοι μουσικοί του δρόμου ενεργούσαν σαν de facto μέρος του καλλιτεχνικού προγράμματος του μαγαζιού. Ήταν ένας πολύ καλός τρόπος για να διασκεδάσουμε μετά από μια κουραστική μέρα, που ξεκίνησε με μια μακρά σε διάρκεια επίσκεψη στο ενυδρείο και μια εξίσου χρονοβόρα βόλτα ανάμεσα στα ιστορικά αξιοθέατα της πόλης. Την επόμενη μέρα θα φεύγαμε για λίγο από τη Λισσαβώνα για να επισκεφτούμε τη Σίντρα και τον Ωκεανό, αλλά αν και αυτό θα ήταν ένα αρκετά κουραστικό πρόγραμμα για να το αντιμετωπίσουμε, δεν αισθανόμασταν την ανάγκη να ξεκουραστούμε.